- ἀντιμίμησις
- ἀντιμί̱μησις , ἀντιμίμησιςclose imitation offem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιμίμησις — ἀντιμίμησις, η (Α) πιστή απομίμηση … Dictionary of Greek
ἀντιμιμήσεως — ἀντιμῑμήσεω̆ς , ἀντιμίμησις close imitation of fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)